- φουντάρισμα
- το, Ν [φουντάρω]1. βίαιη βύθιση, καταβύθιση, βούλιαγμα2. πόντιση τής άγκυρας, αγκυροβόλημα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φουντάρισμα — το, ατος 1. βίαιη βύθιση, καταποντισμός, βούλιαγμα: Δε διορθώνεται πια, είναι σαπιοκάραβο· φουντάρισμα θέλει. 2. αγκυροβολιά, αγκυροβόληση, αγκυροβόλημα: Ύστερα από φουντάρισμα δυο ημερών στο λιμάνι του Αμβούργου, φύγαμε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αγκυροβόλημα — το, ατος και αγκυροβόληση, η το ρίξιμο της άγκυρας, το φουντάρισμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)